-
1 κατερητύω
A hold back, detain,κατερήτυον ἐν μεγάροισι Il.9.465
, Od.9.31;φωνῇ.. κατερήτυε 19.545
; κατερητύσων ὁδόν S.l.c.; κ. αὐδήν, θυμόν, Orph.A. 1170, 1177.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατερητύω
См. также в других словарях:
κατερητύω — (Α) κρατώ, κατακρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον ή κάτι («κατερητύσων θ ὁδὸν ἣ ν στέλλει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρητύω «εμποδίζω, αναχαιτίζω»] … Dictionary of Greek